lécher - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lécher - translation to

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Lecher (disambiguation)

lèche      
n. bootlicking
lèche-cul      
n. ass kisser
lèche-bottes      
n. bootlicker, flatterer, one who curries favor

Ορισμός

lecher
['l?t??]
¦ noun a lecherous man.
Derivatives
lechery noun

Βικιπαίδεια

Lecher

A lecher is a person with very strong, perhaps excessive, sexual desires. See also Lechery.

Lecher may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lécher
1. A marée haute, la mer vient lécher le parapet de la terrasse.
2. Le feu continue de lécher avec minutie ce qui reste de la porte de la synagogue.
3. La mer, altruiste, viendra lécher les dunes sableuses pour accompagner les petites tortues vers leur milieu marin.
4. Imprudence? «Le visage d‘une France qui change», titre le magazine qui n‘en finit pas de lécher les mocassins sarkoziens.
5. On dépouillait la vie du Nantais dans Onze Mondial, l‘admirait lécher le plâtre couloir gauche en prime time sur TF1.